- δισάκι
- τοδύο σάκοι ενωμένοι στο επάνω μέρος: Πάρε το δισάκι σου και ξεκίνα για δουλειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασκοπήρα — ἀσκοπήρα, η (Α) ο δερμάτινος σάκος, το δισάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πήρα, η «δερμάτινος σάκος, ταγάρι»] … Dictionary of Greek
ιπποπήραι — ἱπποπῆραι, αἱ (Α) το δισάκι τού ιππέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + πήρα «σάκος»] … Dictionary of Greek
σαγή — η, ΝΑ νεοελλ. το σύνολο τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για ίππευση, για ζεύξη ή για φόρτωση αρχ. 1. το φορτίο τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ» μεταφέροντας ο ίδιος τις αποσκευές του, Αισχύλ.) 2.… … Dictionary of Greek
σαγίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) πήρα, δισάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγή + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
σακουλιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που φέρει σακούλα ή δισάκι 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σακουλιαραίοι προσωνυμία τών πρακτικών γιατρών, τών κομπογιαννιτών, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι, επειδή κρατούσαν σακούλια στα οποία είχαν τα φάρμακα που χρησιμοποιούσαν.… … Dictionary of Greek